-
1 Lunar
adj.At the beginning of a new lunar month: P. νουμηνίᾳ κατὰ σελήνην (Thuc. 2, 28).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lunar
См. также в других словарях:
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek